Ακούω για τα προβλήματα του νερού στην πατρίδα, και συνειρμικά μου έρχεται στο μυαλό η υπέροχη Υπέρεια Κρήνη του Βελεστίνου, το κεφαλόβρυσο – “νάμα θεοφιλέστατον” του Σοφοκλή – εκεί που το “σύγγονον ύδωρ” στέρεψε τα τελευταία χρόνια, σταματώντας μια ιστορία αιώνων. Το νερό, αγαθό σημαντικότατο από τα αρχαία χρόνια, είναι και το επίκεντρο του βελεστινιώτικου μύθου του σχετικού με την προέλευση του νερού της Υπέρειας Κρήνης. Τον αντιγράφω (το μεταφέρω στο μονοτονικό και κρατάω την ενδιαφέρουσα ορθογραφία) από το άρθρο του Σπυρ. Λάμπρου [1] παρακάτω.
Το σκίτσο που δεν το έχω ξαναδεί στην μαγνησιώτικη βιβλιογραφία, παραλίγο να μου ξέφευγε… Απεικονίζει τούρκους στρατιώτες στην Υπέρεια Κρήνη και βοήθησε να το βρώ ο εξαιρετικός φίλος Γιώργος Κοντομήτρος σε ένα γερμανικό βιβλίο με σκίτσα από τον πόλεμο του 1897 [2]
“Εις τον καιρόν εκείνον, μοι διηγήθη ο συνοδεύων με αφελής ιερεύς, έβοσκεν ένας τσοπάνης το ποίμνιο του εις τα βουνά εδώ γύρω, εις την Μαλούκαν και πέρα. Ήταν καλοκαίρι και διψούσαν τα ζώα. Έξαφνα βλέπει μιας ημέρα ότι τα γίδια του εφαίνονταν ποτισμένα. Που και πως δεν είξευρεν. Επρόσεξε την άλλην ημέρα, και είδε τον τράγον να σκύφτη χαμηλα ΄ςτην γη. Είχε βρει νερό και έπινεν, έπινεν αχόρταγα. Βάζει τ’αυτό ο πιστικός ΄ςτην γη εκεί που είδε σκυμμένον τον τράγο, και ακούει να κοχλάζη νερό. Κανείς δεν είξευρεν από που ήρχουνταν εκείνο το νερό το κρυμμένο και που επήγαινεν. Ήθελεν να το κρατήση κ’εκείνος μυστικό. Αλλά εκεί ‘που έσκυψε κι αυτός να πιή, του πέφτει στο νερό η φλογέρα. ΄Σε λίγες μέρες η φλογέρα του ευρέθηκε κάτω ΄ςτον πλάτανο (εις τον πλάτανον παρά την λίμνην της Υπερείας). Το μαθαίνει ο αγάς
Ζητά να μάθη ποιανού ήταν η φλογέρα και πως ευρέθηκε εκεί. Μαθαίνει με τα πολλά πως η φλογέρα ήταν του τσοπάνη. Διατάζει να του τον φέρουν ΄μπροστά του. Τον εξετάζει και μαθαίνει πως του έπεσεν η φλογέρα εκεί ‘που έσκυψε να πιή από το νερό που είχεν εύρει το τραγί. Ο αγάς ‘θέλησε να μάθη και αυτός την πηγή για να φέρει το νερό ‘ςτο παλάτι του. Στέλνει τον τσοπάνη συντροφεμμένο με δύο αραπάδες ΄ςτο βουνό, κ’ εκει τους δείχνει εκείνος την πηγή ΄
που είχε πέσει η φλογέρα. Οι αραπάδες έρχονται και το λένε του αγά, αφ΄ου πρώτα εσκότωσαν τον τσοπάνη, όπως τους είχε διατάξει ο αγάς. ‘Σε λίγο βρέθηκαν και οι αραπάδες σκοτωμένοι γιατί έτσι διέταξε ο αγάς. Έμεινε ΄κείνος μοναχός να ξέρη που ήτον το κεφαλάρι. Έπειτα πέθανε κι΄εκείνος χωρίς να το πή κανενός. Γι΄αυτό κανείς ακόμη ως τα σήμερα δε το ξέρει που πρωτοβγαίνει το νερό ‘που χύνεται απ’ τους βράχους κοντά ΄ςτον πλάτανον”
Ο ιερεύς ετελείωσε την διήγησιν, εν ώ το νερό που εχύνετο από τους βράχους κοντά ΄ςτον πλάτανον εκελάρυζεν ακόμη εκεί πλησίον, κηλούν ημών τα ώτα και ρέον περαιτέρω, όπως αδρεύση τους μύλους και τα εργοστάσια, και, τρεπόμενον έπειτα μακράν οδόν μεταξύ Βελεστίνου και Ρυζομύλου, χυθή μετά δίωρον ρουν εις την Βοιβηίδα λίμνην, προς βορράν των Φερών. ”
[1] Σπυρ. Λάμπρου «Η Υπέρεια εν Φεραίς» περιοδικό Εστία Εικονογραφημένη, 1895 σελ.100.
[2] Theodor Rocholls, Skizzenbuch vom griechisch-türkischen Kriegsschauplatz, Sommer 1897, Leipzig, P. Reclam [1898]