751. Πυρπόλυση της Σκιάθου (23 Αυγ. 1944)

Capture1
(Το κείμενο βασίζεται στην διήγηση του Ν. Στουρνάρα από το βιβλίο του, “Αναδρομή στα περασμένα. Η τραγωδία της κατοχής: Μαγνησία 1943-44”, Τόμος Β΄, Αθήνα, 1996)

“…ο γερμανός διοικητής Άντλερ, έχει γίνει ανοιχτή πληγή για τους ταλαίπωρους κατοίκους των Βορείων Σποράδων. Τρομοκρατoύσε τον κόσμο, συνελάμβανε με ψεύτικες κατηγορίες και ζητούσε λύτρα εκατομμυρίων (“Μιλιόνεν” όπως λέγανε) για να τους απελευθερώσει…

Η λαϊκή αγανάκτηση θα του κολλήσει το κοροΐδευτικό επίθετο “Μιλιούνης”… Η αμερικανική αποστολή στο Πήλιο έλαβε εντολή από τη Μέση Ανατολή για να συλληφθεί ο Μιλιούνης. Για την επιχείρηση αυτή φθάνει από το Πήλιο στην Σκιάθο μυστικά, επιλεγμένη αντάρτικη δύναμη για την απαγωγή του… Ειδοποιείται και μια οργανωμένη στο ΕΑΜ όμορφη κοπέλα, που θα λάβει μέρος και αυτή σαν δόλωμα στον ερωτύλο Άντλερ.

Ο Μιλιούνης θα έφτανε στη Σκιάθο από την Γλώσσα Σκοπέλου που είχε τη βάση του με το καΐκι «Ουρανός» που χρησιμοποιούσε για τις μετακινήσεις του. Όταν φάνηκε το καΐκι από μακριά η ομάδα τέθηκε σε συναγερμό. Η κοπέλα έκανε “αμέριμνη” βόλτες στο μουράγιο. Όταν έφτασε το καΐκι ο Άντλερ πήδηξε στην παραλία και άρχισε τις φιλοφρονήσεις για να καταλήξουν σε κάποιο σπίτι. Εκεί πάνω στα κεράσματα και την γενναία κατανάλωση τοπικού τσίπουρου – που ήταν η αδυναμία του Γερμανού αξιωματικού, εισέβαλε η ομάδα των ανταρτών που προσπάθησαν να τον πιάσουν ζωντανό χωρίς πυροβολισμούς. Αυτός όμως ξέφυγε και πυροβολώντας στον αέρα έτρεξε στην παραλία για να φτάσει στο καΐκι του.

Όμως ο «Ουρανός» δεν ήταν εκεί.. Μια άλλη ομάδα ανταρτών είχε εξουδετερώσει την γερμανική φρουρά και κούρσεψε το σκάφος, που βρίσκονταν τώρα μακριά από την προκυμαία, καταμεσίς στο λιμάνι. Έξαλλος ο Μιλιούνης έπεσε στην θάλασσα για να φτάσει στο καΐκι κολυμπώντας. Όμως εκεί δεν υπάρχει φρουρά για να τον περισυλλέξει. Τελικά μια βάρκα θα τον βγάζει στην παραλία θλιβερό όμηρο, βρεγμένο και κακομοιριασμένο για να σταλεί στο πηλιορείτικο αντάρτικο και από εκεί με αγγλικό υποβρύχιο να μεταφερθεί στην Μέση Ανατολή.

Σε λίγο θα φτάσει από το Βόλο ισχυρή δύναμη Γερμανών που θα κυκλώσει το νησί και θα συλλάβει ομήρους. Θα δέσουν μερικούς με σχοινιά πίσω από τα καΐκια και θα τους ρυμουλκήσουν ζωντανούς μέχρι το πέλαγος, ώσπου ν΄ αφήσουν εκεί τη τελευταία τους πνοή, βρίσκοντας οικτρό θάνατο κατά την διάρκεια της μακάβριας διαδρομής ανάμεσα στα κύματα του Αιγαίου…
Και σαν επίλογο θα λεηλατήσουν τα σπίτια και θα τυλίξουν στις φλόγες τ΄ όμορφο νησί, που θα γίνει ολοκαύτωμα συμφοράς, οδύνης και ερειπίων.”

ΥΓ. Η επιχρωματισμένη φωτογραφία είναι από το ίδιο βιβλιο. Βασίζεται σε πραγματική ασπρόμαυρη φωτογραφία του πυρπολισμού. Το καράβι και η γερμανική σημαία πιθανώτατα να έχουν προστεθεί για να δωθεί δραματικότερη εμφαση στην απεικόνηση..

Posted in Uncategorized | Tagged , , , | 2 Comments

750*. Οι επιχρωματισμένες φωτογραφίες του Νίκου Στουρνάρα από την κατοχή.

CaptureCapture1
Σε μιά παλιά ανάρτηση είχαμε δει μια έγχρωμη φωτογραφία με τα γερμανικά αεροπλανα να επιτίθενται στο Βόλο http://tinyurl.com/pgqjrp7. Τότε είπαμε στην συζήτηση ότι είναι “φωτογραφική αναπαράσταση”, ένας όρος που είναι διφορούμενος οσον αφορά την γνησιότητα της εικόνας. Παρόμοιες εικόνες του Νίκου Στουρνάρα υπάρχουν πολλές στο σπάνιο πλέον δίτομο έργο του για την κατοχή. Από εκείνη την συζήτηση μου είχαν γεννηθεί ερωτηματικά, τα οποία προσπάθησα να απαντήσω. Όταν πήγα φέτος στο Βόλο, στις αρχές του Αυγούστου, βρήκα τα βιβλία αυτά και μιά φωτογραφία μου έκανε εντύπωση. Εϊναι η έγχρωμη “σαν ζωγραφισμένη” εικόνα από το βιβλίο του Νίκου Στουρνάρα για την κατοχή που φαίνεται εδώ. Κοιτάξτε τώρα την δεύτερη ασπρόμαυρη φωτογραφία – που είναι προφανώς φωτογραφία (από το αρχείο μου). Λεπτομέρεια της φωτογραφίας αυτής είχα αναρτήσει πριν καιρό εδώ http://tinyurl.com/pa57x7r . Είναι προφανώς ταυτόσημες (παρατηρείστε τον στρατιώτη με το όργανο παρατήρησης που φαίνεται και στις δύο – κάτω δίπλα στην κολώνα του ηλεκτρικού)!..

Λέει λοιπόν, σχετικά, ο ίδιος ο Νίκος Στουρνάρας στο βιβλίο του:

“Mερικές φωτογραφίες στο βιβλίο αυτό είναι παρμένες από γερμανούς και ιταλούς στρατιώτες, με απλές ερασιτεχνικές μηχανές και υποτιπώδη φωτογραφική απόδοση. Φρόντισα να αποσπάσω την εμπιστοσύνη των κατακτητών, με αποτέλεσμα να μου αναθέτουν αρκέτες εργασίες στρατιωτικού περιεχομένου. Κατά την διάρκεια της επεξεργασίας, κρατούσα μερικά αντίτυπα – όσον το δυνατόν ευκρινέστερα – που είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ιστορία του τόπου … Τις πιό συνταρακτικές τις μετέτρεψα σε έγχρωμες για να προσθέσω όλη την φυσικότητα των τόνων και ημιτονίων που προσφέρει η εξελιγμένη φωτογραφία της εποχής μας. Είναι όμως απόλυτα αυτούσιες, πραγματικά και αναμφισβήτητα ιστορικά ντοκουμέντα”….

Τα σχόλια δικά σας.

Posted in Uncategorized | Tagged , | Leave a comment

749. «Eκύκλωσαν αι του βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»

%25CE%259A%25CE%25AC%25CF%2583%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25BF+%25CE%25A3%25CE%25BA%25CE%25B9%25CE%25AC%25CE%25B8%25CE%25BF%25CF%2585+1950143[1]
(“Ο Ρεμβασμός του Δεκαπενταύγουστου” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη εμφανίστηκε στις τελευταίες μέρες σε διαφορα sites στο ιντερνετ και στο facebook. Αξίζει να το διαβάσει και να το ξαναδιαβάσει κανείς. Η φωτογραφία είναι από το http://gerontakos.blogspot.com/2015/08/blog-post_25.html όπως και η πληροφορία ότι ο Ναός της Παναγίας της Πρέκλας που αναφέρεται ο Παπαδιαμάντης βρίσκεται εντός του Κάστρου ανάμεσα στο Ναό του Χριστού και σε τζαμί και η ονομασία Πρέκλα προέρχεται πιθανώς από τη λατινική λέξη preclarus (υπερένδοξος). )
—————————–

Ανάμεσα εις συντρίμματα καί ερείπια, λείψανα παλαιάς κατοικίας ανθρώπων εν μέσω αγριοσυκών, μορεών μέ ερυθρούς καρπούς, εις έρημον τόπον, απόκρημνον ακτήν πρός μίαν παραλίαν βορειοδυτικήν τής νήσου, όπου τήν νύκτα επόμενον ήτο νά βγαίνουν καί πολλά φαντάσματα, είδωλα ψυχών κουρασμένων, σκιαί επιστρέφουσαι, καθώς λέγουν, από τόν ασφοδελόν λειμώνα, αφήνουσαι κενάς οιμωγάς εις τήν ερημίαν, θρηνούσαι τό πάλαι ποτέ πρόσκαιρον σκήνωμά των εις τόν επάνω κόσμον ― εκεί ανάμεσα εσώζετο ακόμη ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Δέν υπήρχε πλέον οικία ορθή, δέν υπήρχε στέγη καί άσυλον, εις όλον τό οροπέδιον εκείνο, παρά τήν απορρώγα ακτήν. Μόνος ο μικρός ναΐσκος υπήρχε, καί εις τό προαύλιον τού ναΐσκου ο Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας είχε κτίσει μικρόν υπόστεγον, καλύβην μάλλον ή οικίαν, λαβών τήν ξυλείαν, όσην ηδυνήθη νά εύρη, καί τινας λίθους από τά τόσα τριγύρω ερείπια, διά νά στεγάζεται προχείρως εκεί καί καπνίζη ακατακρίτως τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν, έξω τού ναού, ο φιλέρημος γέρων.

Ο ναΐσκος ήτο ιδιόκτητος· πράγμα σπάνιον εις τόν τόπον, λείψανον παλαιού θεσμού· ήτον κτήμα αυτού τού γέροντος Φραγκούλα. Ο αξιότιμος πρεσβύτης, φέρων όλα τά εξωτερικά γνωρίσματα προεστού, ωραίον φέσι τού Τουνεζίου, επανωβράκι* τσόχινον, μέ ζώνην πλατείαν κεντητήν, μακράν τσιμπούκαν μέ ηλέκτρινον μαμέν, καί κρατών μέ τήν αριστεράν ηλέκτρινον μακρόν κομβολόγιον, δέν ήτο καί πολύ γέρων, ώς πενηνταπέντε χρόνων άνθρωπος. Κατήγετο από τήν αρχαιοτέραν καί πλέον γνησίως αυτόχθονα οικογένειαν τού τόπου. Ήτον εκ νεαράς ηλικίας ευσταλής, υψηλός, λεπτός τήν μέσην, μελαχροινός, μέ αδρούς χαρακτήρας τού προσώπου, δασείας οφρύς, οφθαλμούς μεγάλους, ογκώδη ρίνα, χονδρά χείλη προέχοντα. Ηγάπα πολύ τά μουσικά, τά τε εκκλησιαστικά καί τά εξωτερικά, υπήρξε δέ μέ τήν χονδρήν αλλά παθητικήν φωνήν του ψάλτης καί τραγουδιστής εις τόν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Τήν Σινιώραν, ωραίαν νέαν, λεπτοφυή, λευκοτάτην, τήν είχε νυμφευθή από έρωτα. Ήδη είχε συζήσει μαζί της υπέρ τά είκοσι πέντε έτη, καί είχεν αποκτήσει τέσσαρας υιούς καί τρείς θυγατέρας. Αλλά τώρα, εις τόν ουδόν τού γήρατος, δέν συνέζη πλέον μαζί της.

Είχε χωρίσει άπαξ ήδη, αφού εγεννήθησαν τά τέσσαρα πρώτα παιδία, δύο υιοί καί δύο θυγατέρες· ο πρώτος ούτος χωρισμός διήρκεσεν επί τινας μήνας. Είτα επήλθε συνδιαλλαγή καί συμβίωσις πάλιν. Τότε εγεννήθησαν άλλα δύο τέκνα, υιός καί θυγάτριον. Είτα επήλθε δεύτερος χωρισμός, υπέρ τό έτος διαρκέσας. Μετά τόν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε εγεννήθη ο τελευταίος υιός. Ακολούθως επήλθε μακρός χωρισμός μεταξύ τών συζύγων. Ο τελευταίος ούτος χωρισμός, μετά πολλάς αγόνους αποπείρας συνδιαλλαγής, διήρκει ήδη από τριών ετών καί ημίσεος. Δέν ήτο πλέον φόβος νά γεννηθούν άλλα τέκνα. Η Σινιώρα ήτον υπερτεσσαρακοντούτις ήδη.

*
* *

Τήν εσπέραν εκείνην, τής 13 Αυγούστου τού έτους 186… εκάθητο μόνος, ολομόναχος, έξω τού ναΐσκου, εις τό προαύλιον, έμπροσθεν τής καλύβης τήν οποίαν είχε κτίσει, εκάπνιζε τό τσιμπούκι του, κ᾿ ερρέμβαζεν. Ο καπνός από τόν λουλάν ανέθρωσκε καί ανέβαινεν εις κυανούς κύκλους εις τό κενόν, καί οι λογισμοί τού ανθρώπου εφαίνοντο νά παρακολουθούν τούς κύκλους τού καπνού, καί νά χάνωνται μετ᾿ αυτών εις τό αχανές, τό άπειρον. Τί εσκέπτετο;

Βεβαίως, τήν σύζυγόν του, μέ τήν οποίαν ήσαν εις διάστασιν, καί τά τέκνα του, τά οποία σπανίως έβλεπεν. Εσχάτως τού είχον παρουσιασθή, πρώτην φοράν εις τήν ζωήν του, καί οικονομικαί στενοχωρίαι. Ο Φραγκούλας ήτο μεγαλοκτηματίας. Είχε παμπόλλους ελαιώνας, αμπέλια αρκετά, καί χωράφια αμέτρητα. Μόνον από τόν αντίσπορον τών χωραφίων ημπορούσε νά μήν αγοράζη ψωμί δι᾿ όλου τού έτους, αυτός καί η οικογένειά του. Οι δέ ελαιώνες, όταν εκαρποφόρουν, έδιδον αρκετόν εισόδημα. Αλλ᾿ επειδή δέν ειργάζετο ποτέ μόνος του, τά έξοδα «τόν έτρωγαν»! Είτα αυξανομένης τής οικογενείας, συνηυξάνοντο καί αι ανάγκαι. Καί όσον ηύξανον τά έξοδα, τόσον τά έσοδα ηλαττούντο. Ήλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», αφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Είτα, διά πρώτην φοράν, έλαβεν ανάγκην μικρών δανείων. Δέν εφαντάζετο ποτέ ότι μία μικρά κάμπη αρκεί διά νά καταστρέψη ολόκληρον φυτείαν. Απηυθύνθη εις ένα τοκογλύφον τού τόπου.

Οι τοιούτοι ήσαν άνθρωποι «φερτοί», απ᾿ έξω, καί όταν κατέφυγον εις τόν τόπον, εν ώρα συμφοράς καί ανεμοζάλης, κατά τήν Μεγάλην Επανάστασιν ή κατά τά άλλα κινήματα τά πρό αυτής, αρχομένης τής εκατονταετηρίδος, κανείς δέν έδωκε προσοχήν καί σημασίαν εις αυτούς.

Αλλ᾿ επειδή οι εντόπιοι είχον αποκλειστικήν προσήλωσιν εις τά κτήματα, ούτοι, οι επήλυδες, ως πράττουσιν όλοι οι φύσει καί θέσει Εβραίοι, έδωκαν όλην τήν σημασίαν καί τήν προσοχήν των εις τά χρήματα. Ήνοιξαν εργαστήρια, μαγαζεία, κ᾿ εμπορεύοντο, κ᾿ εχρηματίζοντο. Είτα ήλθεν ώρα, όπως καί τώρα καί πάντοτε συμβαίνει, οπότε οι εντόπιοι έλαβον ανάγκην τών χρημάτων, καί τότε ήρχισαν νά υποθηκεύουν τά κτήματα. Εωσότου παρήλθε μία γενεά, ή μία καί ημίσεια, καί τά χρήματα επέστρεψαν εις τούς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ εαυτών καί τά κτήματα.

Έως τότε δέν είχε συλλογισθή τοιαύτα πράγματα ο Φραγκούλης Φραγκούλας, ούτε τόν έμελε ποτέ του περί χρημάτων. Αλλ᾿ επ᾿ εσχάτων, είχε λάβει ανάγκην καί δευτέρου καί τρίτου δανείου, καί οι δανεισταί προθύμως τού έδιδαν, αλλ᾿ απήτουν νά τούς καθιστά υπέγγυα τά καλύτερα κτήματα, εκ τών οποίων έκαστον είχε, κατ᾿ αυτόν εκτιμητήν, δεκαπλασίαν αξίαν τού ποσού τού δανειζομένου. Πλήν φεύ! αυτός δέν ήτο ο μόνος καημός του…

Ο Φραγκούλης Φραγκούλας δέν εφόρει πλέον τό ωραίόν του μαύρον φέσι, τό τουνεζιάνικον· έφερεν οικιακόν μαύρον σκούφον επί τής κεφαλής. Αλλ᾿ ευρίσκετο σήμερον εις τήν εξοχήν. Εάν τόν συνηντώμεν τήν προτεραίαν εις τήν αγοράν, κάτω εις τήν πολίχνην, θά εβλέπομεν ότι είχε βάψει μαύρον τό φέσι του… Είχε πρόσφατον πένθος.

—–

«Άχ! Τό ᾽χασα, τό καημένο μ᾿, τό ευάγωγο, τό ᾽χασα!»

Ο γερο-Φραγκούλης εστέναξε, καί είχε δίκαιον νά στενάξη. Τό καλύτερον κοράσιόν του, τό τρίτον, τό μικρότερον, δεκατετραετές μόλις τήν ηλικίαν ―τό οποίον είχε γεννηθή κατά τι διάλειμμα έρωτος μεταξύ δύο χωρισμών― τού είχεν αποθάνει πρό ολίγων μηνών…

Καί αυτός ήλθεν εις τήν Παναγίαν, διά νά κλαύση καί νά πή τόν πόνον του. Ήτον κτήμά του ο ναΐσκος τής Παναγίας τής Πρέκλας. Τό εκκλησίδιον ήτον ευπρεπέστατον, ωραία στολισμένον καί είχε καλάς εικόνας, καί μάλιστα τήν φερώνυμον, τήν γλυκείαν Παναγίαν τήν Πρέκλαν, σκαλιστόν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καί μανουάλια ορειχάλκινα, κανδήλια αργυρά. Έφερε πάντοτε ο ιδιοκτήτης μαζί του τήν βαρείαν υπερμεγέθη κλείδα τής δρυΐνης θύρας τής στερεάς, καί δέν έλειπε συχνά νά επισκέπτεται τήν Παναγίαν του· ιερόσυλος ευτυχώς κανείς ακόμη δέν είχεν αναφανή εις τά μέρη αυτά.

Ήτον η προπαραμονή τής εορτής, ότε θά ετελείτο πανήγυρις εις τόν ναΐσκον, τιμώμενον επ᾿ ονόματι τής Κοιμήσεως. Θά ήρχοντο από τόν τόπον πολλαί οικογένειαι καί άτομα, δωδεκάδες τινές προσκυνητών καί πανηγυριστών, καί ο παπα-Νικόλας, ο συμπέθερός του. Εις τόν παπα-Νικόλαν ο Φραγκούλας έδιδε διά τόν κόπον του έν τάλληρον, περιπλέον δέ εισέπραττεν ο παπάς διά λογαριασμόν του τάς δεκάρας, όσας έδιδαν αι γυναίκες «διά νά γράψουν τά ονόματα» ή τά «ψυχοχάρτια».

Όλα τ᾿ άλλα, προσφοράς, αρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τά εισέπραττεν ο Φραγκούλας ως εισόδημα ιδικόν του…

Καί τώρα τούς επερίμενε νά έλθουν πάλιν… καί ανελογίζετο πώς άλλοτε, όταν ήτον νέος ακόμη, μετά τόν πρώτον χωρισμόν από τήν γυναίκά του, η πανήγυρις αυτή τής Παναγίας τής Κοιμήσεως έγινεν αφορμή διά νά επέλθη συνδιαλλαγή μετά τής γυναικός του. Κατόπιν τής συνδιαλλαγής εκείνης εγεννήθη ο τρίτος υιός, καί τό Κουμπώ, τό θυγάτριον τό οποίον εθρήνει τώρα ο γερο-Φραγκούλας…

«Τό ᾽χασα τό καημένο μου, τό ευάγωγο, τό ᾽χασα!…»

Ώ, δέν ελυπείτο τώρα τόσον πολύ τόν από τής γυναικός του χωρισμόν ―τήν οποίαν άλλως τρυφερώς ηγάπα― όσον εθρήνει τήν σκληράν απώλειαν εκείνην τής κορασίδος, τήν οποίαν εις τόν άλλον κόσμον ήλπιζε μόνον νά επανεύρη… Καί κατενύσσετο πολύ η καρδία του κ᾿ εθλίβετο… Καί ανελογίσθη ότι τό πάλαι εδώ οι χριστιανοί, όσοι ήσαν ως αυτός τεθλιμμένοι, εις τόν ναΐσκον αυτόν τής Παναγίας τής Πρέκλας, ήρχοντο τάς ημέρας αυτάς νά εύρωσι, διά τής εγκρατείας καί τής προσευχής καί τού ιερού άσματος, αναψυχήν καί παραμυθίαν… Τόν παλαιόν καιρόν, πρό τού Εικοσιένα, όταν τό σήμερον έρημον καί κατηρειπωμένον χωρίον εκατοικείτο ακόμη, όλοι οι κάτοικοι καί τών δύο ενοριών ήρχοντο εις τόν ναόν τής Πρέκλας, όστις ήτο απλούν παρεκκλήσιον, ν᾿ ακούσωσι τάς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ όλον τόν Δεκαπενταύγουστον…

Άφησεν εις τήν άκρην τό τσιμπούκι, τό οποίον είχε σβήσει ήδη ανεπαισθήτως, εν μέσω τής αλλοφροσύνης καί τών ρεμβασμών τού καπνιστού, καί ακουσίως ήρχισε νά υποψάλλη.

Έλεγε τόν Μέγαν Παρακλητικόν κανόνα τόν εις τήν Παναγίαν, όπου διεκτραγωδούνται τά παθήματα καί τά βάσανα μιάς ψυχής, καί τήν σειράν όλην τών κατανυκτικών ύμνων, όπου είς βασιλεύς Έλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, από Λατίνους καί Άραβας καί τούς ιδικούς του, διεκτραγωδεί πρός τήν Παναγίαν τούς ιδίους πόνους του, καί τούς διωγμούς όσους υπέφερεν από τά στίφη τών βαρβάρων, τά οποία ονομάζει νέφη.

Είτα, κατά μικρόν, αφού είπεν όσα τροπάρια ενθυμείτο από στήθους, ύψωσεν ακουσίως τήν φωνήν, καί ήρχισε νά μέλπη τό αθάνατον εκείνο:

«Απόστολοι εκ περάτων, συναθροισθέντες ενθάδε,
Γεθσημανή τώ χωρίω, κηδεύσατέ μου τό σώμα.
Καί σύ, Υιέ καί Θεέ μου, παράλαβέ μου τό πνεύμα».

… Καί είτα προσέτι, παρεκάλει διά τού άσματος τήν Παναγίαν, νά είναι μεσίτρια πρός τόν Θεόν, «μή μού ελέγξη τάς πράξεις, ενώπιον τών αγγέλων…» Ώ, αυτό είχε τήν δύναμιν καί τό προνόμιον νά κάμνη πολλά ζεύγη οφθαλμών νά κλαίωσι τόν παλαιόν καιρόν, όταν οι άνθρωποι έκλαιον ακόμη εκούσια δάκρυα εκ συναισθήσεως…

Ο γερο-Φραγκούλας επίστευε καί έκλαιεν… Ώ, ναί, ήτον άνθρωπος ασθενής· ηγάπα καί ημάρτανε καί μετενόει… Ηγάπα τήν θρησκείαν, ηγάπα καί τήν σύζυγον καί τά τέκνα του, επόθει ακόμη τόν συζυγικόν βίον, επόθει καί τόν βίον τόν μοναχικόν. Τόν καιρόν εκείνον είχεν αγαπήσει εξ όλης καρδίας τήν Σινιωρίτσαν του… καί τήν ηγάπα ακόμη. Αλλ᾿ όσον τρυφερός ήτο εις τόν έρωτα, τόσον ευεπίφορος εις τό πείσμα, καί τόσον γοργός εις οργήν. Ώ! ατέλειαι τών ανθρώπων.

Τώρα, εις τούς τελευταίους χρόνους, είχε γνωρίσει ακόμη καί τήν οικονομικήν στενοχωρίαν, τό παράπονον τής ξεπεσμένης αρχοντιάς, τάς πιέσεις καί τάς απειλάς τών τοκογλύφων. «Τό διάφορο, κεφάλι! τό διάφορο, κεφάλι!» Επί τέσσαρας ενιαυτούς ήτο αφορία, αι ελαίαι δέν εκαρποφόρησαν· ο καρπός είχε προσβληθή από άγνωστον ασθένειαν, διά τάς αμαρτίας τών ιδιοκτητών. Είχαν κιτρινίσει καί μαυρίσει αι ελαίαι, καί ήσαν γεμάται από βούλες, καί είχαν πέσει άκαιρα. Τόσα «υποστατικά», τόσα «μούλκια», τόσο «βιός», αγύριστα κτήματα, σχεδόν τσιφλίκια, ηπειλούντο νά περιέλθωσιν εις χείρας τών τοκογλύφων. ― Εγέννα ή όχι η γή, εκαρποφόρουν ή όχι τά δένδρα, ο τόκος δέν έπαυε. Τά κεφάλαια «έτικτον». Έπαυσε νά τίκτη η γόνιμος (όπως λέγει ο Άγ. Βασίλειος), αφού τά άγονα ήρχισαν κ᾿ εξηκολούθουν νά τίκτουν…

Ανελογίζετο αυτά, κ᾿ έκλαιεν η ψυχή του. Δέν ήλπιζε πλέον, ούτε ηύχετο σχεδόν, νά ήρχετο η Σινιωρίτσα αύριον, εις τήν πανήγυριν, όπως ήρχετο τακτικά κάθε χρόνον, άλλοτε, όταν ήσαν «μονοιασμένοι» ― όπως είχεν έλθει καί άπαξ, εις καιρόν οπού ευρίσκοντο χωρισμένοι, πρό δεκαπέντε ετών… Τώρα μόνον η ψυχή τής Κούμπως, τής αθώας μικράς παρθένου, είθε νά παρίστατο αοράτως εις τήν πανήγυριν, αγαλλομένη.

Ώ! άλλοτε, πρό δεκαπέντε ετών, πρίν γεννηθή ακόμη η Κούμπω ― ναί, η Παναγία είχε δωρήσει τό αβρόν εκείνο άνθος εις τόν Φραγκούλην καί τήν Σινιώραν, καί η Παναγία πάλιν τό είχε δρέψει καί τό είχεν αναλάβει πλησίον της, πρίν μολυνθή εκ τής επαφής τών ματαίων τού κόσμου… Τόν καιρόν εκείνον είχε συμβή ο πρώτος χωρισμός, τό πρώτον πείσμα, τό πρώτον κάκιωμα μεταξύ τών συζύγων. Καί ο Φραγκούλης, θυμώδης, οξύχολος, δριμύς, είχεν αναβή, όπως τώρα, από τήν πολίχνην τήν κατοικημένην εις τό παλαιόν χωρίον τό έρημον, τού οποίου εσώζοντο τότε ακόμη ολίγισται οικίαι, καί δέν ήτο ερείπιον όλον, όπως σήμερον. Καί καθώς τώρα, είχεν έλθει δύο ή τρείς ημέρας πρό τής εορτής εις τό παρεκκλήσιον τής Πρέκλας, εκάθητο δέ εις τά πρόθυρα τού ναΐσκου κ᾿ εκάπνιζε τό μακρόν τσιμπούκι μέ τό ηλέκτρινον επιστόμιον. Πλήν τότε τό φέσι του ήτο κατακόκκινον, καί τώρα εφόρει μαύρον σκούφον… Καί τότε ο Φραγκούλης ήτον σαράντα χρόνων, καί τώρα ήτον πενηνταπέντε… Τότε έτρεφε πείσμα καί χολήν, αλλ᾿ είχε πολύ περισσότερον καί βαθύτερον συζυγικόν έρωτα, καί μόνον νύξιν ήθελεν· ήτον έτοιμος νά συγχωρήση· καί ν᾿ αγαπήση… Αλλά τώρα δέν έχει πλέον ούτε πείσμα σχεδόν ούτε οργήν, ηγάπα τήν Σινιώραν, τήν επόνει, αλλ᾿ έκλαιε πολύ περισσότερον διά τό θυγάτριόν του, τό Κουμπώ, «τό καημένο, τό ευάγωγο!»

Εκείνην τήν φοράν, ο παπα-Νικόλας, άμα έφθασε τήν παραμονήν, ακολουθούμενος από πλήθος προσκυνητών διά τήν πανήγυριν, εστάθη πλησίον τής θύρας τού ναού, παρά τήν γωνίαν, καί τού είπε μυστηριωδώς:

― Θά ᾽χης μουσαφιρλίκια, θαρρώ.

― Τί τρέχει, παπά; ηρώτησε μειδιών ο Φραγκούλας, όστις εμάντευσε πάραυτα.

― Θά σού έλθη τ᾿ ασκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρίς πείσματα…

Ο παπάς, ασκέρι λέγων, εννοούσε προφανώς τήν οικογένειαν τού Φραγκούλα· αλλά τάχα μόνον τά παιδία τά δύο μεγαλύτερα εκ τών τεσσάρων; ― καθόσον τά άλλα δύο τά μικρά, δέν θά ηδύναντο νά κουβαληθούν εις διάστημα τριών ωρών οδοιπορίας χωρίς τήν μητέρα των. Ο Φραγκούλης ηθέλησε νά βεβαιωθή.

― Θά ᾽ρθη μαζί κ᾿ η μάννα τους;

― Βέβαια… πιστεύω, είπεν ο παπάς.

Τώ όντι, όταν εβράδιασε καλά, καί ήρχισε νά σκοτεινιάζη, η κυρα-Σινιώρα ήλθε, μαζί μέ τήν γραίαν μητέρα της, καί μέ τά τέσσαρα παιδιά της, εν συνοδία καί άλλων προσκυνητριών, γειτονισσών ή συγγενών της. Από πολλών μηνών δέν είχεν ιδεί τόν σύζυγόν της, όστις είχε κατοικήσει χωριστά, ― εις ευτελές δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τό οποίον ωνόμαζε «τό κελλί του», καί έζη από μηνών ως καλόγηρος. Επλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ο Φραγκούλης ίστατο εκεί, παραπέρα από τήν θύραν τής εκκλησίας, κ᾿ έκαμνε πώς έβλεπεν αλλού, καί πώς επρόσεχεν είς τινα ομιλίαν περί αγροτικών υποθέσεων, μεταξύ δύο ή τριών χωρικών.

Η Σινιώρα εισήλθεν εις τόν ναΐσκον, επροσκύνησεν, εκόλλησε κηρία, καί ησπάσθη τάς εικόνας. Είτα, μετά τινα ώραν, εξήλθεν. Επλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ εχαιρέτισε τόν σύζυγόν της. Ούτος έτεινε πρός αυτήν τήν χείρα, καί ησπάσθη φιλοστόργως τά τέκνα του.

Ήδη ενύκτωνε, καί εψάλη ο Μικρός Εσπερινός. Ακολούθως, μετά τό λιτόν σαρακοστιανόν τό οποίον έφαγον κατά ομάδας καθίσαντες οι διάφοροι προσκυνηταί, εδώ κ᾿ εκεί, επί τών χόρτων καί τών ερειπίων, ο Φραγκούλης ητοίμασεν ιδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατά μίμησιν εκείνων τά οποία συνηθίζονται εις τά μοναστήρια, καί φέρων τρείς γύρους περί τόν ναόν, τό έκρουσε μόνος του, πρώτον εις τροχαϊκόν ρυθμόν, «τόν Αδάμ, Αδάμ, Αδάμ!» είτα εις ιαμβικόν, «τό τάλαντον! τό τάλαντον!»

Ευθύς τότε, τά δύο παιδία τού Φραγκούλα, καί πέντε ή έξ άλλοι μικροί μοσχομάγκαι, ανερριχήθησαν επάνω εις τήν στέγην τού ναού, άνωθεν τής θύρας, καί ήρχισαν νά βαρούν τρελά, αλύπητα, αχόρταστα, τόν μικρόν μισορραγισμένον κώδωνα, τόν κρεμάμενον από δύο διχαλωτών ξύλων εκεί επάνω. Ύστερον από πολλάς φωνάς, μαλώματα καί επιπλήξεις τού Φραγκούλα, τού μπαρμπα-Δημητρού τού ψάλτου, καί τού Παναγιώτου τής Αντωνίτσας (ενός καλού χωρικού, όστις δέν εκουράζετο νά τρέχη εις όλα τά εξωκκλήσια, καί νά κάμνη «κουμάντο», εωσού επί τέλους η Δημαρχία ηναγκάσθη νά τόν αναγνωρίση ως ισόβιον επίτροπον όλων τών εξοχικών ναών), τά παιδία μόλις έπαυσαν οψέποτε νά κρούουν τόν κώδωνα, κ᾿ εξεκόλλησαν τέλος από τήν στέγην τού ναΐσκου. Ο παπα-Νικόλας έβαλεν ευλογητόν, καί ήρχισεν η ακολουθία τής Αγρυπνίας.

Ο Φραγκούλας ήτο τόσον ευδιάθετος εκείνην τήν εσπέραν, ώστε από τού «Ελέησόν με ο Θεός», τής αρχής τού Αποδείπνου, μέχρι τού «Είη τό όνομα», εις τό τέλος τής Λειτουργίας ―όπου η παννυχίς διήρκεσεν οκτώ ώρας άνευ διαλείμματος― όλα τά έψαλε καί τά απήγγειλε μόνος του από τού δεξιού χορού, μόλις επιτρέπων εις τόν κύρ Δημητρόν, τόν κάτοχον τού αριστερού χορού, νά λέγη κι αυτός από κανένα τροπαράκι, διά νά ξενυστάξη. Έψαλε τό «Θεαρχίω νεύματι» καί εις τούς οκτώ ήχους μοναχός του, προφάσει ότι ο κύρ Δημητρός «δέν εύρισκεν εύκολα τόν ήχον», ήτοι δέν ηδύνατο νά μεταβή αβιάστως καί άνευ χασμωδίας από ήχου εις ήχον. Εις τό τέλος τού Εσπερινού, μοναχός του εδιάβασε τό Συναξάρι, καί, χωρίς νά πάρη ανασασμόν, μοναχός του πάλιν ήρχισε τόν Εξάψαλμον. Έψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Αναβαθμούς καί προκείμενα, είτα όλον τό «Πεποικιλμένη» έως τό «Συνέστειλε χορός», καί όλον τό «Ανοίξω τό στόμα μου» έως τό «Δέχου παρ᾿ ημών». Είτα έψαλεν Αίνους, Δοξολογίαν, εδιάβασεν Ώρας καί Μετάληψιν, πρός χάριν όλων τών ητοιμασμένων διά τήν Θείαν Κοινωνίαν, καί εις τήν Λειτουργίαν πάλιν όλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τό Χερουβικόν, τό «Αι γενεαί πάσαι», τό Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.

Όλα αυτά τά ενθυμείτο ακόμη, ως νά ήτον χθές, ο γερο-Φραγκούλας, καί είχον παρέλθει δεκαπέντε έτη έκτοτε. Ακόμη καί μικρά τινα φαιδρά επεισόδια, τά οποία συνέβησαν εις τήν Λιτήν, μικρόν πρό τού μεσονυκτίου, κατά τήν έξοδον τής ιεράς εικόνος εις τό ύπαιθρον. Επειδή αι γυναίκες είχαν κολλήσει πολλά καί χονδρά κηρία, τά πλείστα έργα αυτών τών ιδίων χειρομάλακτα, τά δέ κηρία συμπλεκόμενα εις δέσμας καί περιπλοκάδας από τόν Παναγιώτην τής Αντωνίτσας, τόν πρόθυμον εις τήν υπηρεσίαν τής ιεράς πανηγύρεως, είχαν λαμπαδιάσει, εις μίαν στιγμήν ολίγον έλειψε νά πάρη φωτιάν τό φελόνι τού παπά, είτα καί τό γένειόν του. Τότε ο Παναγιώτης τής Αντωνίτσας, μή ευρίσκων άλλο προχειρότερον μέσον, ήρπαζε τάς ογκώδεις δέσμας τών φλεγόντων κηρίων, τάς έφερε κάτω εις τό έδαφος, κ᾿ επάτει δυνατά μέ τά τσαρούχια του διά νά τά σβήση. Αι γυναίκες δυσφορούσαι εγόγγυζον, νά μήν πατή τά κηριά, γιατί είναι κρίμα.

Τότε είς τών παρεστώτων, υιός πλουσίου τού τόπου, από εκείνους οίτινες εις τό ύστερον κατέστησαν δανεισταί τού Φραγκούλα ―καί όστις ελέγετο ότι εμελέτα εις τάς εκλογάς νά βάλη κάλπην ως υποψήφιος δήμαρχος― ηκούσθη νά λέγη ότι πρέπει νά μάθουν νά κάμνουν «οικονομία, οικονομία στά κηριά! η νύχτα μεγαλώνει… ισημερία τώρα, κοντεύει… έχει νύχτα…»

Αλλ᾿ αι γυναίκες, ενώ ήξευραν, καλύτερα από εκείνον, όλας τάς οικονομίας τού κόσμου, δέν εννοούσαν τί θά πή «οικονομία στά κηριά», αφού άπαξ είναι αγορασμένα καί πληρωμένα, καί είναι μελετημένα καί ταμένα εξ άπαντος νά καούν, διά τήν χάριν τής Παναγίας. Μία απ᾿ αυτάς, γερόντισσα, ανεπόλησε κάτι τι δι᾿ ένα θαύμα, τό οποίον είχεν ακούσει από τό συναξάρι τού Αγίου Δημητρίου, όπου ο Άγιος, εις τήν Σαλονίκην, επέπληξεν αυστηρώς τόν νεωκόρον, έχοντα τήν μανίαν νά σβήνη μισοκαμένα τά κηριά ― καί η γερόντισσα ήρχισε νά τό διηγήται χθαμαλή τή φωνή εις τήν πλησίον της: «Αδελφέ Ονήσιμε, άφες νά καούν τά κηρία, όσα προσφέρουν οι χριστιανοί, καί μή αμαρτάνης…»

Τήν ιδίαν ώραν συνέβη καί τούτο. Ενώ ο παπάς απήγγελλε τάς μακράς αιτήσεις τής Λιτής, επισυνάπτων καί τά ονόματα όλα, ζωντανά καί πεθαμένα, όσα τού είχον υπαγορεύσει αφ᾿ εσπέρας αι ευλαβείς προσκυνήτριαι, ο Φραγκούλης έψαλλε μεγαλοφώνως τό τριπλούν «Κύριε Ελέησον» μέ τήν χονδρήν φωνήν του, καί μέ όλον τό πάθος τής ψαλτικής του. Τότε ο μπαρμπα-Δημητρός, όστις εφαίνετο νά είχε πειραχθή ολίγον, ίσως διότι ο Φραγκούλας εν τή ψαλτομανία του δέν τού επέτρεπε νά πή κ᾿ εκείνος ένα τροπαράκι σωστό (διότι άμα ήρχιζεν ο Δημητρός τό δικό του, ο Φραγκούλας, μέ τήν γερήν, κεφαλικήν φωνήν του, εκθύμως συνέψαλλε, τού ήρπαζε τήν πρωτοφωνίαν, καί υπέτασσε καί εκάλυπτε τήν ασθενή καί τερετίζουσαν φωνήν εκείνου), έλαβε τό θάρρος νά τού κάμη παρατήρησιν.

― Πιό σιγά, πιό ταπεινά, κύρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νά τό λές τό Κύριε ελέησον, γιατί δέν ακούονται τά ονόματα, καί θέλουν οι γυναίκες νά τ᾿ ακούνε.

Είχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αι γυναίκες απήτουν νά λέγωνται εκφώνως τά ονόματα, όσα είχαν ειπεί εις τόν παπάν νά γράψη. Εννοούσαν νά τ᾿ ακούη κι ο Θεός κ᾿ η Παναγία κι όλος ο κόσμος. Η καθεμία ήθελε ν᾿ ακούση «τά δικά της τά ονόματα», καί νά τ᾿ αναγνωρίση, καθώς απηγγέλλοντο αραδιαστά. Άλλως θά είχαν παράπονα κατά τού παπά, κι ο παπάς άν ήθελε νά φάγη κι άλλοτε, εις τό μέλλον, προσφορές, ώφειλε νά τά έχη καλά μέ τίς ενορίτισσες.

Τότε η Αργυρή, η πρωτότοκος τού Φραγκούλα, ούσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθώς έστεκε πλησίον εις τόν πατέρα της, εψήλωσεν ολίγον διά νά φθάση εις τό ούς του, καί τού λέγει κρυφά:

― Πατέρα, άφησε καί τόν μπαρμπα-Δημητρό νά ψάλη «Κύριε ελέησον».

Τούτο ήτο ως έμπνευσις καί βοήθημα διά τόν Φραγκούλην. Επειδή ούτος δέν ήθελε φανερά νά υπακούση εις τήν σχεδόν αυθάδη παραίνεσιν τού Δημητρού, καί πάλιν δέν ήθελε νά δείξη ότι εθύμωσεν, εστράφη πρός τόν καλόν γέροντα, καί τού λέγει:

― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορές τό «Κύριε ελέησον».

Τότε ο μπαρμπα-Δημητρός, όστις άν καί είχε γηράσει, δέν είχε μάθει ακόμη καλά τά Τυπικά, καί δέν ήξευρεν ακριβώς πότε κατά τήν Λιτήν τό Κύριε ελέησον λέγεται τρίς καί πότε τεσσαρακοντάκις, ήρχισε πράγματι νά τό ψάλλη σαράντα φορές, ώστε ο παπάς εβιάσθη ν᾿ απαγγείλη ραγδαίως καί αθρόα τά τελευταία ονόματα, καί, διά νά είναι σύμφωνος μέ τόν ψάλτην, ήρχισε πρό τής ώρας νά λέγη: «…υπέρ τού διαφυλαχθήναι… από λιμού, λοιμού, σεισμού, καταποντισμού, πυρός, μαχαίρας» καί τά εξής.

Τέλος, μετά τήν λειτουργίαν, ο παπάς, ο Φραγκούλας καί η οικογένειά του, καί ολίγοι φίλοι, εκάθισαν κ᾿ έφαγαν ομού καί ηυφράνθησαν, καί τήν εσπέραν ο Φραγκούλης επανήρχετο, ειρηνικώς καί μέ αγάπην, μετά τής συζύγου καί τών τέκνων του, υπό τήν οικιακήν στέγην.

Πρίν παρέλθη έτος, εγεννήθη η Κούμπω. Η κόρη αύτη, πλάσμα χαριτωμένον καί συμπαθές, ανετρέφετο καί ηλικιούτο, εγίνετο τό χάρμα καί η παρηγορία τού πατρός της. Δέν είχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, αλλά κάτι άλλο παράδοξον γνώρισμα, οιονεί χαρακτήρα φρονίμου γυναικός εις ηλικίαν παιδίσκης. Ύστερον, μετά χρόνους, όταν επήλθεν ο δεύτερος χωρισμός, η Κούμπω, οκταέτις τότε, έτρεχε πλησίον τού πατρός της, εις τό «κελλί του», όπου κατώκει εις τήν ανωφερή εσχατιάν τής πολίχνης, καί τόν εγέμιζε περιποιήσεις καί τρυφερότητας.

Αυτή μόνη εδέχετο προθύμως τούς πατρικούς χαλινούς, ενώ τά άλλα τέκνα δέν ήρχοντο ποτέ πλησίον τού πατρός των, καί διά τούτο εκείνος τήν ωνόμαζε «τό ευάγωγο». Καθημερινώς έτρεχε νά τόν εύρη, καί δέν έπαυε νά τόν παρακαλή:

―Έλα, πατέρα, στό σπίτι· μή μάς αφήσης, λέγ᾿ η μητέρα, ζωνταρφανά.

Μίαν τών ημερών έτρεξε δρομαία, φαιδρά, καί πνευστιώσα τού είπε:

― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θά παντρέψουμε τ᾿ Αργυρώ μας… Έλα στό σπίτι, γιατί δέν είναι πρέπο, λέγει η μητέρα, νά είστε χωρισμένοι εσείς, πού θά παντρευτή τ᾿ Αργυρώ μας… γιά νά μήν κακιώση ο γαμπρός!…

Τώ όντι ο Φραγκούλας επείσθη, κ᾿ εφιλιώθη μέ τήν σύζυγόν του. Ηρραβώνισαν τήν Αργυρώ, είτα μετ᾿ ολίγους μήνας τήν εστεφάνωσαν… Είτα πάλιν επήλθε τρίτος χωρισμός μεταξύ τού παλαιού ανδρογύνου, καί μ᾿ ένα γεροντόπαιδον μαζί, τό οποίον ήλθεν εις τόν κόσμον σχεδόν συγχρόνως μέ τόν γάμον τής πρωτοτόκου.

Τότε η Κούμπω, ήτις είχε γίνει δεκατριών ετών, δέν έπαυε νά τρέχη πλησίον τού πατρός της, καί νά τόν παρακινή ν᾿ αγαπήση μέ τήν μητέρα.

Μίαν ημέραν, θλιβερά τού είπε:

― Δέν θά μπορώ πλέον νά ᾽ρχωμαι ούτε στό κελλί σου, πατέρα. Είναι κάτι κακές γυναίκες, εκεί στό μαχαλά, στό δρόμο πού περνώ, καί τίς άκουσα πού λέγανε, καθώς περνούσα: «Νά τό κορίτσι τής Φραγκούλαινας, πού τήν έχει απαρατήσει ο άντρας της…» Δέν τό βαστώ πλέον, πατέρα…

Τώ όντι παρήλθον τρείς ημέραι, καί η Κούμπω δέν εφάνη εις τό κελλί τού πατρός της. Τήν τετάρτην ημέραν ήλθε πολύ ωχρά καί μαραμένη, εφαίνετο νά πάσχη.

― Τί έχεις, κορίτσι μου; τής είπεν ο πατήρ της.

―Άν δέν έλθης, πατέρα, τού απήντησεν αποτόμως αίφνης, μέ παράπονον καί μέ πνιγμένα δάκρυα, νά ξεύρης, θά πεθάνω απ᾿ τόν καημό μου!…

―Έρχομαι, κορίτσι μου, είπεν ο Φραγκούλης.

Τώ όντι, τήν άλλην ημέραν επήγεν εις τήν οικίαν. Αλλ᾿ η νεαρά κόρη έπεσε πράγματι ασθενής, καί είχε δεινόν πυρετόν. Όταν ο πατέρας ήλθε παρά τήν κλίνην της, καί τής ανήγγειλεν ότι έκαμεν αγάπην μέ τήν μητέρα της, διά νά χαρή, ήτον αργά πλέον. Η τρυφερά παιδίσκη εμαράνθη εξ αγνώστου νόσου, καί ούτε φάρμακον ούτε νοσηλεία ίσχυσε νά τήν ανακαλέση εις τόν πρόσκαιρον κόσμον. Εκοιμήθη χωρίς αγωνίαν καί πόνον, εξέπνευσεν ως πουλί, μέ τήν λαλιάν εις τό στόμα:

― Πατέρα! πατέρα! στήν Παναγία νά κάμετε μιά λειτουργία… μέ τήν μητέρα μαζί…

Είπε καί απέθανε.

Ο Φραγκούλης έκλαυσεν απαρηγόρητα· έκλαυσεν αχόρταστα, ομού μέ τήν σύζυγόν του… Κατόπιν απεσύρθη, κ᾿ εξηκολούθησε νά κλαίη μόνος του, εις τήν ερημίαν..

Ο τελευταίος ούτος χωρισμός ήτον μάλλον φιλικός καί μέ τήν συναίνεσιν τής Σινιώρας, ήτις έβλεπεν ότι ο γέρων σύζυγός της επεθύμει μάλλον νά γίνη μοναχός. Ο Φραγκούλης ενθυμείτο τήν τελευταίαν σύστασιν τής Κούμπως, «μέ τήν μητέρα μαζί». Μόνον έν παροδικόν πείσμα τού είχεν έλθει. Τού εφάνη ότι αι ίδιαι αδελφαί της, η ύπανδρος, καί η άλλη η δευτερότοκος, δέν τήν ελυπήθησαν όσον έπρεπε, δέν τήν επένθησαν όσον τής ήξιζε, τήν ατυχή μικράν, τήν Κούμπω. Έκτοτε εξηκολούθει νά ζή ολομόναχος πάλιν, τώρα, «επί γήραος ουδώ». Καί ενθυμείτο τόν στίχον τού Ψαλτηρίου: «Μή απώση με εις καιρόν γήρως… καί έως γήρως καί πρεσβείου μή εγκαταλίπης με».

Καί τήν ημέραν αυτήν, τήν παραμονήν τής Κοιμήσεως πάλιν, τόν ευρίσκομεν νά κάθηται εις τό προαύλιον τού ναΐσκου, καί νά καπνίζη μελαγχολικώς τό τσιμπούκι του, μέ τόν ηλέκτρινον μαμέν… αναλογιζόμενος τόσα άλλα καί τούς οχληρούς δανειστάς του, οι οποίοι τού είχαν πάρει εν τώ μεταξύ τό καλύτερον κτήμα· ένα ολόκληρον βουνόν, ελαιώνα, άμπελον, αγρόν μέ οπωροφόρα δένδρα, μέ βρύσιν, μέ ρέμα καί νερόμυλον … καί νά εκχύνη τά παράπονά του εις θρηνώδεις μελωδίας πρός τήν Παναγίαν.

«Εκύκλωσαν αι τού βίου με ζάλαι, ώσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»

Κ᾿ επόθει ολοψύχως τόν μοναχικόν βίον, ολίγον αργά, κ᾿ επεκαλείτο μεγάλη τή φωνή τόν «Γλυκασμόν τών Αγγέλων, τών θλιβομένων τήν χαράν», όπως έλθη εις αυτόν βοηθός καί σώτειρα·

«αντιλαβού μου καί ρύσαι,
τών αιωνίων βασάνων…»

(1906)

Posted in Uncategorized | Tagged , , | Leave a comment

748*. ΒΟΛΟΣ (πριν το 1887 – η ΠΡΩΤΗ (?) ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ της πόλης και απόπειρα διόρθωσης της χρονολόγησης)..

Capture1
Capture

Προχτές έβαλα μιά εξαιρετική φωτογραφία που ανέβασε ο φίλος Θανάσης Γέρμανος. Η πρώτη χρονολογηση ήταν περίπου στα 1895. Μιά υπόδειξη του καλού φίλου της σελίδας Χρήστου Πίνα (που την ταύτησε με μια γκραβούρα που εμφανίστηκε στη 2η έκδοση της Θεσσαλομαγνησίας του Ν. Γεωργιάδη – 1894) με έκανε να κοιτάξω καλύτερα στα “κιτάπια” μου.

Λοιπόν, Θανάση και Xρήστο βγάλατε … λαυράκι! Πρέπει να είναι η πρώτη φωτογραφία (σε φίλμ) του Βόλου. ¨Εχω κάποιες υποψίες για την πηγή αλλά δεν είμαι σίγουρος (δεν πρέπει να είναι Στουρνάρας). Η βάση για την χρονολόγηση της είναι η γκραβούρα που εμφανίστηκε στο “Le Tour Du Monde” 2o εξάμηνο του 1887, σελίδα 417, σχεδιασμένη από τον Α. Slom και όπως λέει η λεζάντα “d’ après une photographie” (δηλαδή βασισμένη σε μία φωτογραφία). Πολύ μου αρέσει που ο χαράκτης πρόσθεσε τις σκιές των κτιρίων στην θάλασσα! Μια γρήγορη παρατήρηση επιβεβαιώνει ότι η γκραβούρα και η φωτογραφία ταυτίζονται. Αυτό με κάνει να πιστέυω πως πρέπει να είναι η πρώτη φωτογραφία του Βόλου!… emoticon smile

Είναι συγκλονιστικό το πόσο άλλαξε ο Βόλος με την απελευθέρωση. Αρκεί να συγκρίνει κανείς με την γραβούρα εδώ από τον καιρο του ¨Ογλ (1878) εδώ http://tinyurl.com/n9tlp33

Posted in Uncategorized | Tagged , | Leave a comment

746. Νταμούχαρη

Capture
Eμφανίστηκε πρίν λίγο καιρό σε μια online δημοπρασία με την ένδειξη “χωριό του Πηλίου”. Νομίζω ότι είναι η Νταμούχαρη.
Τι λέτε; Ημερομηνία άγνωστη…

Posted in Uncategorized | Tagged | Leave a comment

744*. Οι ακίνδυνες σαλούφες του Παγασητικού

Capture
Capture1
Capture2

Θυμάμαι τον μπάρμπα-Θωμά, ιδιοκτήτη μιας ταβέρνας εκεί στο Σουτραλί στην δεκαετία του 70, να τις πιάνει με το χέρι του και να τις τρίβει απάνω στο σώμα του, αποδεικνύοντας στους ημιτρομοκρατημένους λουόμενους, το πόσο ακίνδυνες είναι οι σαλούφες, που εμφανίζονται στις παραλίες του Παγασητικού τον Αύγουστο. Έλεγαν κάποιοι με στόμφο ότι ήταν προϊόν της μόλυνσης. Άλλοι κατηγορούσαν τους Λαρισαίους και το εργοστάσιο ζαχάρεως που διοχέτευε τα λύματα τους μέσω της Κάρλας στον Παγασητικό. Οι θεωρίες συνωμοσίες δεν έλειπαν ποτέ (είναι μάλλον μέρος του ελληνικού DNA). Άλλοι λέγαν πως τις έφεραν τα φέρρυ μποτ της γραμμής Βόλου-Συρίας… Όλοι πάντως τις κοίταζαν με φόβο. Μάταια ο μπάρμπα-Θωμάς προσπαθούσε να τους ηρεμήσει.

Όταν βρήκα αυτή τη φωτο-καρτ ποστάλ του Αγγλικού Στόλου με τίτλο «jelly fish at Volo», αποδείχτηκε ότι ούτε οι Λαρισαίοι μας υπονομεύαν (τουλάχιστον με τις σαλούφες), ούτε η γραμμή Ταρτούς-Βόλος έφταιγε (σίγουρα όμως γέμισε την πόλη τότε με μπαρ και υπόκοσμο), μιας και η φωτογραφία είναι από το τέλος της δεκαετίας του 1920. Τότε σίγουρα δεν είναι μολυσμένη η θάλασσα… Για την πληρότητα της ανάρτησης αναφέρω, ότι η επιστημονική ονομασία είναι Cotylorhiza tuberculata και είναι ενδημική στις θάλασσες της Μεσογείου. Δεν είναι επικίνδυνη. Μικρά ψαράκια ζούνε τριγύρω αλλά και μέσα τους.

Αντίθετα η επικίνδυνη τσούχτρα είναι η Pelagia noctiluca… Ημιδιαφανής και με μωβ ή και ροζ τόνους, ούτε και αυτή συνδέεται με την μόλυνση της θάλασσας. Αλλά τα πλοκάμια της εκλύουν βιολογικές τοξίνες κατά την επαφή με το ανθρώπινο σώμα. Αυτές να τις προσέχετε.

ΥΓ. Οι φωτογραφίες. Η ασπρόμαυρη είναι καρτ ποστάλ του Αγγλικού στόλου (του αρχείου μου) από το τέλος της δεκαετίας του 20, όταν μοίρα του αγγλικού στόλου στάθμευε στην περιοχή μας. Η υπέροχη έγχρωμη είναι της καλής φίλης Ελένης Παπαθανασίου (ευχαριστώ!). Και η αφίσσα με τα είδη των μεδουσών είναι από την Διεθνή Επιτροπή για την Επιστημονική Εξερεύνηση της Μεσογείου (Commission Internationale pour l’Exploration Scientifique de la mer Méditerranée) http://www.ciesm.org/marine/programs/jellywatch.htm

Posted in Uncategorized | Tagged , , , | Leave a comment

743. Οι ευεργέτες της Μαγνησίας (εκδήλωση του Κοινού των Μαγνητών)

Ευεργέτες της Μαγνησίας (εκδήλωση του Κοινού των Μαγνητών)

Ευεργέτες της Μαγνησίας (εκδήλωση του Κοινού των Μαγνητών)

“Το Κοινόν των Μαγνήτων”, το Παγκόσμιο Σωματείο Αποδήμων Μαγνήτων, διοργανώνει την ετήσια , κεντρική εκδήλωση του τη Δευτέρα, 3 Αυγούστου και ώρα 20:30 , στο Αθανασάκειο Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου. Η φετινή εκδήλωση θα είναι αφιερωμένη στους ΕΥΕΡΓΕΤΕΣ ΤΗΣ ΜΑΓΝΗΣΙΑΣ με ομιλητή τον ομότιμο καθηγητή του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος του Κοινού των Μαγνήτων Δημήτριο Παντελοδήμο, ο οποίος έχει διενεργήσει πολυετή έρευνα για το θέμα , η οποία θα δημοσιευθεί σύντομα σε βιβλίο.

Ως απόδημος, και καθώς είμαι στην πατρίδα αυτές τις μέρες, θα είμαι παρών. Ελπίζω να σας δώ εκεί.

Posted in Uncategorized | Tagged , | Leave a comment

744. ΓΕΥΣΤΙΚΑ ΒΟΛΙΩΤΙΚΑ… (του Σύλλα Κολλάτου)

Παραλία Βόλου (φωτ. Δ. Λέτσιου)

Παραλία Βόλου (φωτ. Δ. Λέτσιου)


Ο καλός φίλος της σελίδας Γ. Ασδέρης μου έστειλε αυτό το άρθρο από το περιοδικό «ΓΕΥΣΗ» τεύχος 43 τοῦ 1993 που το είχε αποδελτιώσει καταλλήλως. Τον ευχαριστώ πολύ! Η φωτογραφία είναι του Δ. Λέτσιου από το βιβλίο «Δημήτρης Λέτσιος, Οδοιπορία στο φως και τη σκιά της Ελλάδας», 2005 Εκδοση Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
——

Είμαι πελάτης από χρόνια της «Κυψέλης» του Βόλου. Δεν ξέρω αν άλλα ζαχαροπλαστεία που βρίσκονται στην παραλία προσφέρουν καλύτερες γεύσεις, αλλά ἡ «Κυψέλη» έχει πολύ αναπαυτικά καθίσματα. Ομολογώ ότι δεν διάβασα ποτέ τον κατάλογό της για να διαλέξω μία πάστα, ούτε από τον σερβιτόρο ζητάω κάθε φορά να μου θυμίσει τι υπάρχει. Την πρώτη φορά, απ’ όσα μού πρότεινε διάλεξα ένα μιλφέϊγ και από τότε έμεινα πιστός στα αναπαυτικά καθίσματα της «Κυψέλης». δεν θα σας συνιστούσα αν ποτέ πάτε στον Βόλο να κάνετε το ίδιο , διότι, ό,τι πιο γευστικό υπάρχει στην «Κυψέλη» είναι ο κατάλογος, όπου αναγράφονται τα εδέσματα. Λοιπόν, αυτόν τον κατάλογο που ήταν πάντα ακουμπισμένος στο τραπεζάκι μου, αλλά δεν είχα σκεφτεί ποτέ να τού ρίξω μία ματιά, μού τον έφερε πασχαλινό πεσκέσι φίλος μου που βρέθηκε στον Βόλο και απήγαγε απ’ την «Κυψέλη» αυτήν την πιο γευστική προσφορά της. και μού πρότεινε: -Γράψε κάτι….

Σκέφτηκα ότι μού ζητούσε να γράψω επαίνους για την «Κυψέλη». Όμως εκείνος με παρότρυνε να διαβάσω τον κατάλογο πριν γράψω κάτι. Τον διάβασα. Τον ευχαρίστησα θερμά για τω πασχαλινό δώρο του και τού υποσχέθηκα να συγγράψω μία εμπεριστατωμένη διατριβή.

Λοιπόν, το ζαχαροπλαστείο «Κυψέλη» δεν είναι απλώς και μόνον ζαχαροπλαστείο. Και αυτό το προσδιορίζει με ακρίβεια ο κατάλογος του. Προσφέρει και καφέ -ό,τι καφέ ζητήσετε- και πάστες και παγωτά και ποτά , ακόμη και φαγητά. Κι’ επειδή ο Βόλος έχει μία μεγάλη διεθνή τουριστική πελατεία, κυρίως αγγλοσαξωνική , όλα τα προσφερόμενα στην «Κυψέλη» είναι στον κατάλογο μεταφρασμένα στην αγγλική ή έστω σε κάποια ιδιότυπη διάλεκτο της αγγλικής γλώσσας.

Αλλά από που να αρχίσω; Όμως πριν αρχίσω θα παρακαλέσω τον διορθωτή της «Γεύσης» να μην κάνει καμιά διόρθωση στο κείμενό μου και ειδικότερα στα εις την αγγλική μεταφρασμένα εδέσματα.

Λοιπόν, ο «καφές ελληνικός-τέϊον» (καὶ τα ἑλληνικά τα αντιγράφω γράμμα με γράμμα από τόν κατάλογο) αναφέρεται ως «coffée Greece – tea», ἐνώ το νές γάλα αποδίδεται θαυμάσια εὶς τήν αγγλικήν ως «Nes late». Και χωρίς να τους καφέδες , ας πάω στα πρωϊνά, τα οποία μεταφράζονται ως «morning». Κι’ απ’ τα «πρωϊνά» το ελληνογραμμένο κομπλέ έχει δίπλα του ένα «comple», το οποίο βεβαίως για τους Φραγκολεβαντίνους είναι νοητότατο. Ενώ το τόστ κασέρι ανάμικτο αποδίδεται με σαφήνεια ως «tost caseri anamicto».

Στο βούτυρο μαρμελάδα υπάρχει μία μικρή σύγχυση, η οποία θα μπορούσε να θυμώσει όποιον Αγγλοσάξωνα το διαβάσει μεταφρασμένο «butter with honey». Πάντως οι φρυγανιές έχουν μεταφραστεί Οξφορδιανά σέ «dray». Και τα βουτήματα γίνονται νοητότατα σε ό,τι θέλουν να πουν , μια που μεταφράζονται «butimata» και ουδείς Άγγλος θα πει ότι δεν έχει γευθεί «butimata» και στον τόπο του.

Αλλά ας περάσουμε και στις πάστες. Η γνωστή ανά την υφήλιο πάστα φούρνου σε άψογα αγγλικά αναφέρεται σαν «furnu». Κάθε Εγγλέζος έχει σπίτι του «furno».

Ενώ η γνωστή και στους Εγγλέζους σαντυγί μεταφράζεται στην κυριολεξία της ως «Santigi», στις προσφορές τής«Κυψέλης» υπάρχει και το θαυμάσιο «σου καραμελέ», το οποίο με ακρίβεια αποδίδεται ως «Su Caramele» , όπως και ο γνωστότατος κορμός, ο οποίος προς αποφυγή πάσης παρεξηγήσεως αναφέρεται επεξηγηματικά με δύο λέξεις «kormo body» και βεβαίως το θαυμάσιο μιλφέϊγ , το οποίο με ακρίβεια μεταφρασμένο αναγράφεται «milfee feuile». Όμως επειδή ο χώρος δεν παίρνει να εξαντλήσω τα pastries , θα περάσω στα παγωτά , απ’ τα οποία θα επιλέξω το παρφέ – parfe , το κασσάτα- kassata , το ποικιλία – pikilia .

Βεβαίως υπάρχουν και τα ποτά , απ’ τά οποία ο Φραγκολεβαντίνος μπορεί να διαλέξει ανάμεσα στο τζίν, το οποίο ὡς γνωστόν στα αγγλικά αναφέρεται ὡς «Tjin» , ή το καμπάρι , το οποίο και οι Ιταλοί παραγωγοί το αναγράφουν «Cabary» , ή τα λικέρ , τα οποία διεθνώς είναι γνωστά ως «liger» ή τα κοκτέϊλ , τα οποία δεν μπορούν αλλιώς να μεταφραστούν από «cocteyl».

Το ξέρω ότι πολύ διασκεδάσατε με όλα αυτά, αλλά εμένα μούδιασε το χέρι μου να αντιγράφω τον κατάλογο της «Κυψέλης». Θα σας δώσω λοιπόν μόνο μερικά απ’ τα φαγητά, τα οποία ευστόχως και γενικώς αναφέρονται ως «feed». Υπάρχει κατ’ αρχήν μία ποικιλία, η οποία στα ελληνικά δεν προσδιορίζει το ποικίλον της γεύσης της, αλλά αν την διαβάσετε στα αγγλικά ως pikilia, θα αναγνωρίσετε περισσότερο για την σύνθεσή της. Και ακόμη, ο μεζές, ο οποίος προφανώς όποιο αγγλοελληνικό λεξικό και αν ανοίξετε αποδίδεται ως «tirmit» και δεν λείπει βεβαίως η ρωσική σαλάτα για την οποία όλοι γνωρίζουμε ότι διεθνώς είναι αναγνωρίσιμη ως «Salat Russian».

Πάντως, για όποιον περάσει απ’ τον Βόλο δίνω την πλήρη διεύθυνση της «Κυψέλης» , για να γευθεί το θαυμάσιο μιλφέϊγ – «milfee feuile» –της. Βρίσκεται στην οδό Αργοναυτών 41, που είναι ο μεγάλος παραλιακός δρόμος.

Το ζαχαροπλαστείο «Κυψέλη» ανήκει στην κατηγορία πολυτελείας. Αυτά.

(Για όσους δεν γνωρίζουν, πρέπει να πω ότι δύο ήταν τα μεγάλα ζαχαροπλαστεία στην οδό Αργοναυτών, την παραλία τού Βόλου τίς δεκαετίες ’60, ’70, ‘80. το ένα ἡ «Μινέρβα» τού κ. Νιάρχου. το δεύτερο ἡ «Κυψέλη» τού κ. Νικολοπούλου).

Posted in Uncategorized | Tagged , , | Leave a comment

742. Tα σημάδια του χρόνου

Capture
Βρήκα χτές την ευκαιρία να επισκεφτώ το Αθανασάκειο Μουσείο. Πέρα από τα αρκετά ενδιαφέροντα εκθέματα το μάτι μου, έπεσε στο άγαλμα αυτό που βρίσκονταν στην αυλή του μουσείου. Μιας και δεν υπήρχε καμιά σχετικά πληροφορία, ρώτησα τον καλό φίλο αρχαιολόγο Κώστα Βουζαξάκη για την προέλευση του. Αυτός μου έδωσε τις παρακάτω πληροφορίες:

“Πρόκειται για ακέφαλο γυναικείο άγαλμα που για χρόνια ήταν τοποθετημένο στο χώρο κάτω από το καμπαναριό της εκκλησίας της Αργαλαστής. Δείτε σχετική δημοσίευση παλιάς φωτογραφίας στην οποία φαίνεται και το άγαλμα εδώ:
https://www.facebook.com/photo.php?fbid=10206602310844713&set=pcb.865551126820690&type=1&theater
Την πληροφορία για την ύπαρξη του αγάλματος εκεί μας την δίνει ο Απ. Αρβανιτόπουλος ήδη από το 1910 (Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας, 1910, σελ. 220), όπου αφού το περιγράφει αναφέρει ότι είχε βρεθεί στη θέση “Παγανιά” του Χόρτου.
Στην ουσία πρόκειται για έναν κολπίσκο – παραλία. Σε πρόσφατη έρευνα εντοπίστηκε δυτικά από τη θέση αυτή μια περιοχή όπου μάλλον υπήρχε ένας άγνωστος ως σήμερα οικισμός της αρχαιότητας. Πιθανόν λοιπόν το άγαλμα να είναι από εκεί.
Πρέπει να μεταφέρθηκε στο μουσείο και να τοποθετήθηκε στην αυλή του τη δεκαετία του ’60.
Όσον αφορά το άγαλμα αυτό καθ’ αυτό, ανήκει στον τύπο της “Ηρακλειώτισσας”, ενός δηλαδή αγάλματος αρκετά τυποποιημένου (και συνηθισμένου) που απαντάει από τον 4ο π.Χ. αιώνα έως και τα ρωμαϊκά χρόνια (παράγονται πολλά αντίγραφα) και έχει τις ρίζες του στα εργαστήρια του Πραξιτέλη (τα πρωτότυπα). Ο κορμός των αγαλμάτων παρέμενε ο ίδιος και στο κεφάλι αποδίδονταν προσωπογραφικά χαρακτηριστικά συγκεκριμένης γυναίκας (ειδικά όσο προχωρούμε στα ρωμαϊκά χρόνια και εφόσον πρόκειται να οποθετηθεί το άγαλμα ως σήμα στον τάφο κάποιας ευκατάστατης κυρίας). Πληροφορίες για αυτό το είδος των αγαλμάτων δείτε εδώ:
http://www.greek-language.gr/Resources/ancient_greek/history/art/page_134.html
Όλα τα παραπάνω περιέχονται στην ανακοίνωση για τις αρχαιότητες του Νοτίου Πηλίου που παρουσιάστηκε στο 5ο Αρχαιολογικό Συνέδριο για το έργο στη Θεσσαλία και Στερεά Ελλάδα (5ο ΑΕΘΣΕ) στα τέλη Φεβρουαρίου του 2015 στο Βόλο και θα εκδοθεί στα πρακτικά του.
(http://tinyurl.com/pt9gqxo )”

Kώστα, ευχαριστώ πολύ!

Posted in Uncategorized | Tagged , , | Leave a comment

741. Στο πλοίο της γραμμής για την Σκόπελο (Δ. Λέτσιου)

Στο πλοίο της γραμμής για τις Σποράδες (φωτο. Δ. Λέτσιου)


Από το βιβλίο «Δημήτρης Λέτσιος, Οδοιπορία στο φως και τη σκιά της Ελλάδας», 2005 Εκδοση Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης

Posted in Uncategorized | Tagged , | Leave a comment